Αρνητικά γνωμοδότησε ομόφωνα το Δημοτικό Συμβούλιο Δ. Δελφών, στη συνεδρίαση που πραγματοποιήθηκε την Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2025, στο πλαίσιο της δημόσιας διαβούλευσης, επί της Στρατηγικής Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΣΜΠΕ)
για τη δημιουργία δικτύου Μονάδων Ενεργειακής Αξιοποίησης απορριμμάτων, τα οποία προκύπτουν από τα αστικά στερεά απόβλητα.
Κατά την εισήγηση ο Δήμαρχος Δ. Δελφών και Αντιπρόεδρος του Φο.Δ.Σ.Α. Στερεάς Ελλάδας Α.Ε. κ. Παναγιώτης Ταγκαλής , εστίασε στα όσα και ο Φορέας συζήτησε και αποφάσισε επί του θέματος, όπου επίσης υπήρξε εισηγητής, κάνοντας αρχικά λόγο για μία διαβούλευση στην οποία οι Φο.Δ.Σ.Α. δεν συμμετείχαν ενεργά στο διάλογο ως συνομιλητές, ενώ ταυτόχρονα από αυτόν απουσιάζουν κρίσιμες πληροφορίες και τεκμηρίωση, προκειμένου να διαμορφωθεί ολοκληρωμένη άποψη.
Πιο συγκεκριμένα, δεν θίγονται θεμελιώδη ζητήματα όπως:
· ο προσδιορισμός των μονάδων που θα παράξουν δευτερογενές καύσιμο και του κόστους παραγωγής δευτερογενούς καυσίμου από αυτές
· η αβεβαιότητα εξασφάλισης πρόσθετης χρηματοδότησης των, σε εξέλιξη, μονάδων για μετατροπή τους σε μονάδες παραγωγής δευτερογενούς καυσίμου
· ποιες είναι οι απαιτούμενες ποσότητες δευτερογενούς καυσίμου, σε αντικατάσταση του ορυκτού καυσίμου
· η συμφωνία περί δεσμευτικών ποσοτήτων και ποιοτήτων δευτερογενούς καυσίμου.
· το κόστος μεταφοράς του δευτερογενούς καυσίμου
· τα οικονομικά δεδομένα του έργου.
· οι φορείς υλοποίησης και διαχείρισης των μονάδων.
· το συνολικό θεσμικό και επιχειρησιακό πλαίσιο λειτουργίας τους και ο θεσμικός ρόλος της Τοπικής Αυτοδιοίκησης σ’ αυτό.
Όπως τόνισε ο κ. Ταγκαλής, αναμφισβήτητα, η ενεργειακή αξιοποίηση του υπολείμματος των αστικών στερών αποβλήτων μειώνει δραστικά τον όγκο των απορριμμάτων που καταλήγουν στις χωματερές, εν τούτοις όμως το συγκεκριμένο θετικό περιβαλλοντικό αποτύπωμα δεν αρκεί από μόνο του, όταν παράλληλα δεν καταγράφονται αναλυτικά οι επιπτώσεις της καύσης και η αντιμετώπισή τους, αλλά ούτε ως γενικότερο όφελος τα οικονομικά στοιχεία.
Σύμφωνα με το διαφαινόμενο σχεδιασμό, οι ιδιώτες θα πληρώνονται για να παραλαμβάνουν τα απορρίμματα (από 100 ευρώ έως και 138 ευρώ ο τόνος) και θα εισπράττουν από την τιμή πώλησης της παραγόμενης ενέργειας, η οποία δεν έχει οριστικοποιηθεί ακόμη αλλά συζητείται να είναι σε επίπεδα των 80 ευρώ ανά μεγαβατώρα. Ταυτόχρονα, αν όπως συζητείται το 57% της ενέργειας που προκύπτει αναμένεται να χαρακτηριστεί ως Ανανεώσιμη Πηγή, θα εισπράττουν επιπλέον ενίσχυση από τον ΔΑΠΕΕΠ, ενώ τυχόν Εκμετάλλευση της θερμότητας, σε ορισμένες περιοχές, όπως η Δυτική Μακεδονία (ΔΕΗ), η παραγόμενη θα μπορεί να διοχετευθεί σε δίκτυα τηλεθέρμανσης, δημιουργώντας πρόσθετο εισόδημα για τους αναδόχους. Στα παραπάνω, αξίζει να προστεθεί ακόμα και το ότι, μετά το 2031 οι ιδιώτες ενδέχεται να καθορίσουν δική τους τιμολογιακή πολιτική, γεγονός που μπορεί να αλλάξει τις ισορροπίες.
Όπως σημείωσε ο Δήμαρχος, όλοι όσοι αντιδρούν στο εν λόγω σχέδιο, Δήμοι, Περιφέρειες και Φο.Δ.Σ.Α. τονίζουν ότι η ενεργειακή αξιοποίηση οφείλει να έχει θετικό οικονομικό και κοινωνικό αντίκτυπο για τις τοπικές κοινωνίες και να μειώνει – όχι να αυξάνει – το κόστος ενέργειας για τους πολίτες. Επίσης, οι Δήμοι θα πρέπει να έχουν καθοριστικό ρόλο στον σχεδιασμό, τη λήψη αποφάσεων, τη λειτουργία και την οικονομική απόδοση των μονάδων αυτών, δεδομένου ότι σήμερα φέρουν αποκλειστικά το βάρος της διαχείρισης των οικιακών απορριμμάτων.
«Η βιώσιμη διαχείριση των απορριμμάτων πρέπει να αποτελεί προϊόν συνεννόησης, διαφάνειας και τεκμηριωμένου σχεδιασμού, με σεβασμό στους θεσμούς και κυρίως τις τοπικές κοινωνίες», σημείωσε ο κ.Ταγκαλής, καλώντας το σώμα να προχωρήσει στην υιοθέτηση, όπως και έγινε, των συμπερασμάτων του τελευταίου συνεδρίου του Δικτύου των ΦοΔΣΑ επί του θέματος.
Καταλήγοντας, σε επίπεδο πρότασης, παρατηρήθηκε ότι, είναι ίσως προτιμότερο τα υπολειμματικά προϊόντα να οδηγούνται απευθείας στις ιδιωτικές Μονάδες, οι οποίες θα αναλαμβάνουν τη δημιουργία δευτερογενούς καυσίμου με τις προϋποθέσεις και τις προδιαγραφές που χρειάζονται. Με αυτό τον τρόπο θα αποφεύγονται οι καθυστερήσεις, τα επενδυτικά κόστη, τα συνακόλουθα λειτουργικά, καθώς και τη διαρκή παρακολούθηση λειτουργικών παραμέτρων και τεχνικών χαρακτηριστικών που δεν θα οδηγούν τελικά στο ευκταίο αποτέλεσμα.