Μετά το τέλος της αποχής των συμβολαιογράφων
Οι πλειστηριασμοί σε καμιά περίπτωση δεν αφορούν τους συνεργάσιμους δανειολήπτες που πραγματικά αντιμετωπίζουν προβλήματα αποπληρωμής των δανειακών τους υποχρεώσεων, επισημαίνουν με δηλώσεις τους επιτελικά τραπεζικά στελέχη τραπεζών.
Με αφορμή και την ανακοίνωση της περασμένης εβδομάδας από την συντονιστική επιτροπή Συμβολαιογραφικών Συλλόγων Ελλάδας ότι σταματούν την αποχή τους από τους πλειστηριασμούς, αλλά και την έναρξη των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών από Σεπτέμβριο, τραπεζικά στελέχη υπενθυμίζουν ότι οι πλειστηριασμοί αφορούν τους καλούμενους στρατηγικούς κακοπληρωτές.
Αυτούς, δηλαδή, που έχουν την οικονομική δυνατότητα να αποπληρώσουν με απόλυτη συνέπεια όλες τις δανειακές τους υποχρεώσεις, αλλά από επιλογή τους και συνειδητά επιλέγουν να μην πληρώνουν, αποκρύπτοντας εισοδήματα, καταθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, επενδυτικά προϊόντα, περιουσιακά στοιχεία κλπ.
Σύμφωνα με συγκλίνουσες εκτιμήσεις το ποσοστό των στρατηγικών κακοπληρωτών ανέρχεται περίπου στο 20% με 25% του συνόλου των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Όπως έχουν επισημάνει όλα τα διοικητικά στελέχη των τραπεζών, η συμπεριφορά αυτή των στρατηγικών κακοπληρωτών πλήττει όχι μόνον τις τράπεζες, αλλά γενικότερα το κοινωνικό σύνολο και ιδιαίτερα τους εκατοντάδες χιλιάδες δανειολήπτες που πραγματικά αντιμετωπίζουν προβλήματα αποπληρωμής των δανείων τους και είναι συνεργάσιμοι και ειλικρινείς με την τράπεζα τους στη διαδικασία ρύθμισης των δανείων τους.
Οι τράπεζες, όπως έχουν δηλώσει τα τραπεζικά στελέχη, με την ολοκλήρωση πλέον όλου του θεσμικού πλαισίου αντιμετώπισης των «κόκκινων» δανείων είναι αποφασισμένες να μην χαριστούν στους στρατηγικούς κακοπληρωτές, γεγονός που θα έχει και θετικό αντίκτυπο στην διάθεση πιο γενναίων ρυθμίσεων σε όσους πραγματικά αντιμετωπίζουν προβλήματα.
Το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι σήμερα η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζουν οι τράπεζες και από τα σημαντικότερα της ελληνικής οικονομίας.
Στο τέλος Δεκεμβρίου 2016 το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων ως προς το σύνολο των δανείων ανερχόταν σε επίπεδο τραπεζών σε 44,8%, ήτοι περίπου 106 δισ. ευρώ.
Το ποσοστό αυτό είναι από τα υψηλότερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και σχεδόν οκταπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου, καθώς στην ΕΕ ανέρχεται στο 5,5%.
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στην Ελλάδα αντιπροσωπεύουν περίπου το 10% του συνόλου των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε ολόκληρη την ΕΕ, όταν το ενεργητικό του ελληνικού τραπεζικού τομέα αποτελεί μόλις το 1,2% του συνολικού ενεργητικού του τραπεζικού τομέα στην ΕΕ.
Τα ποσοστά των μη εξυπηρετούμενων δανείων ανά κατηγορία δανείων διαμορφώνονται σε 41,5% για τα στεγαστικά, 44,4% για τα επιχειρηματικά και 54% για τα καταναλωτικά δάνεια και αφορούν περίπου 464.000, 423.000 και 1,9 εκατομμύρια δανειολήπτες αντίστοιχα.
Οι τράπεζες έχουν δεσμευτεί για τη μείωση του υπολοίπου των μη εξυπηρετούμενων δανείων κατά 38% για την περίοδο Ιουνίου 2016 - Δεκεμβρίου 2019, διαμορφώνοντας το αναμενόμενο υπόλοιπο των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ) στα 67 δισ. ευρώ στο τέλος του 2019, με το μεγαλύτερο ποσοστό της μείωσης να εκτιμάται ότι θα επιτευχθεί το 2018 και το 2019.
Περίπου το 60% της μείωσης εκτιμάται ότι θα προέλθει από τα επιχειρηματικά, με το υπόλοιπο 40% να μοιράζεται σχεδόν ισόποσα στα καταναλωτικά και στεγαστικά δάνεια. Την ίδια περίοδο, τα δάνεια σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών αναμένεται να μειωθούν κατά 49%, από 78,3 δισ. ευρώ τον Ιούνιο του 2016 σε περίπου 40 δισ. ευρώ το 2019, με το σχετικό δείκτη να εκτιμάται ότι θα μειωθεί από 37% σε 20% το 2019.
Οι στόχοι για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων μέχρι σήμερα έχουν επιτευχθεί, τονίζουν όμως ότι δεν επιτρέπεται εφησυχασμός. Εκτιμούν ως θετικό ότι έχει πλέον ολοκληρωθεί το θεσμικό «οπλοστάσιο» για μια συνολική αντιμετώπιση του προβλήματος, ενώ ταυτόχρονα και οι ίδιες οι τράπεζες έχουν δημιουργήσει εξειδικευμένες μονάδες για τη διαχείριση των προβληματικών δανείων που βρίσκονται σε πλήρη οργάνωση και λειτουργία.
Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2024