«Crash test» με 100.000 δίκες
Οφειλές από στεγαστικά, καταναλωτικά και μικρά επιχειρηματικά δάνεια συνολικής αξίας άνω των 3 δισ. ευρώ αναμένεται να «κουρέψουν» οι τράπεζες εντός του 2017, ενώ συνολικά οι διαγραφές έως τα τέλη του 2019, εκτιμάται ότι θα φτάσουν τα 14 δισ. ευρώ.
Οι διαγραφές θα αποτελέσουν βασικό εργαλείο για το ξεκαθάρισμα του χαρτοφυλακίου των «κόκκινων» δανείων και θα ξεκινήσουν από τα παλιά δάνεια που είναι σε «βαθιά» καθυστέρηση, δηλαδή πάνω από δύο χρόνια και τα οποία έχουν ήδη καταγγελθεί από τις τράπεζες. Την απαγορευμένη συζήτηση για «κούρεμα» δανείων, αναλαμβάνουν να ξεκινήσουν επίσημα πλέον οι εταιρείες διαχείρισης. Οι τράπεζες, ακόμη και στις περιπτώσεις που έκαναν διαγραφές, απέφευγαν να το κάνουν ευρέως γνωστό, καθώς κάτι τέτοιο αποτελούσε ταμπού στην τραπεζική πρακτική.
Το ταμπού αυτό αναμένεται να σπάσουν οι εταιρείες διαχείρισης που εγκαινιάζουν την παρουσία τους στην ελληνική αγορά μέσω της Cepal, της κοινής εταιρείας που συστήνουν η Alpha Bank και η ισπανική Aktua που εντός του 2016 εξαγοράστηκε από τη νορβηγική Lindorff. Η κοινή εταιρεία που έχουν συστήσει τα δύο μέρη με τη νέα επωνυμία –Cepal– ξεκινά με χαρτοφυλάκιο 1,5 δισ. ευρώ σε πρώτη φάση, από το οποίο το 50% έως 60% είναι δάνεια με εξασφαλίσεις, ενώ το υπόλοιπο αφορά σε μη εξασφαλισμένα, κυρίως καταναλωτικά δάνεια.
Σε δεύτερη φάση, το χαρτοφυλάκιο θα ενισχυθεί κατά 2,5 δισ. ευρώ και είναι ενδεικτικό ότι έως τα τέλη του χρόνου η κοινή εταιρεία θα απασχολεί περί τα 200 άτομα προσωπικό που θα αναλάβουν την επικοινωνία με τους πελάτες, με στόχο την ανάκτηση όσο το δυνατόν μεγαλύτερου ποσού από αυτό που είναι σε καθυστέρηση. Με δεδομένο ότι πολλά από αυτά τα δάνεια έχουν καταγγελθεί και δεν έχουν τύχη να αναβιώσουν, οι διαγραφές επιστρατεύονται ως εργαλείο για το γρήγορο ξεκαθάρισμα των δανείων που δεν φέρουν εξασφαλίσεις. Για τα δάνεια που φέρουν εξασφαλίσεις, οι διαγραφές είναι συνάρτηση του υπολοίπου της οφειλής, της αξίας του ακινήτου και της εισοδηματικής κατάστασης του οφειλέτη, δηλαδή του κατά πόσον υπάρχει αποδεδειγμένη αδυναμία να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του.
Προοπτικά το μοντέλο λειτουργίας της Cepal βασίζεται στη συνεργασία της με ένα ευρύ δίκτυο μεσιτών, μέσω των οποίων θα μπορεί να πουλήσει το προσημειωμένο ακίνητο, διευκολύνοντας τον οφειλέτη στην αναζήτηση αγοραστή. Κρίσιμο θέμα για να μπορέσει να αναπτυχθεί αυτό το μοντέλο είναι να καμφθούν μία σειρά από εμπόδια που έχουν να κάνουν με τη φορολογία ακινήτων, όπως ο φόρος μεταβίβασης, το χαρτόσημο κ.ά. Στόχος, η ανακούφιση της φορολογίας για τα ακίνητα που συνδέονται με «κόκκινα» δάνεια, ώστε να διευκολυνθεί η πώλησή τους. Σε κάθε περίπτωση, το ακίνητο θα πρέπει να είναι καθαρό βαρών, όπως π.χ. ο ΕΝΦΙΑ ή η τακτοποίηση ημιυπαίθριων χώρων, έτσι ώστε να μπορεί να μεταβιβαστεί.
Οι τράπεζες αναμένεται πλέον να ρίξουν το βάρος στις μακροπρόθεσμες λύσεις μέσα από ρυθμίσεις που δεν θα αντιμετωπίζουν το πρόβλημα για ένα ή δύο χρόνια. Με την εμπειρία πλέον της οκταετούς κρίσης, που αντί να αντιστρέφεται βαθαίνει, είναι πεπεισμένες ότι θα πρέπει να προχωρήσουν σε λύσεις που θα αντιμετωπίζουν το πρόβλημα σε βάθος χρόνου για το σύνολο των δανειοληπτών και για όλες τις κατηγορίες δανείων. Η προσέγγιση αυτή δεν εξαιρεί τις διαγραφές δανείων ακόμη και για τα δάνεια που έχουν εξασφαλίσεις. Το «κούρεμα» θα συμφωνείται στην αρχή, αλλά θα υλοποιείται στο τέλος της διάρκειας της σύμβασης και αφού ο οφειλέτης έχει τηρήσει τις δεσμεύσεις του απέναντι στην τράπεζα. Την αλλαγή στάσης επιβάλλουν όχι μόνο οι ευρωπαϊκοί εποπτικοί μηχανισμοί, αλλά και η μέχρι σήμερα αποτυχία των ρυθμίσεων που έχουν εφαρμοστεί. Είναι χαρακτηριστικό ότι μεταξύ αυτών που απαιτούν νέα ρύθμιση, το 44% περίπου είχε διακανονιστεί με βραχυπρόθεσμες λύσεις (όπως η παροχή περιόδου χάριτος ή η καταβολή μόνο τόκων για μια συγκεκριμένη περίοδο), ενώ ένα 35% είχε διακανονιστεί με πιο μακροπρόθεσμες λύσεις, (όπως η επιμήκυνση της διάρκειας του δανείου ή η μείωση του επιτοκίου). Την ίδια στιγμή, τα δάνεια που έχουν ρυθμιστεί με λύσεις οριστικής διευθέτησης, δηλαδή μέτρα όπως ο διακανονισμός της απαίτησης εξωδικαστικά ή η διαγραφή μέρους της οφειλής, περιορίζονται σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ μόλις στο 2% των ρυθμισμένων δανείων. Από την ανάλυση των ανοιγμάτων σε καθυστέρηση που έχουν οι τράπεζες προκύπτει ότι δάνεια:
• 30 δισ. ευρώ είναι σε καθυστέρηση μεγαλύτερη από 90 ημέρες. Από αυτά τα μισά περίπου (ποσοστό 48%) έχουν καθυστέρηση μεγαλύτερη των δύο ετών.
• 47,7 δισ. ευρώ έχουν καταγγελθεί από τις τράπεζες.
• 13,2 δισ. ευρώ είναι σε καθυστέρηση έως τρεις μήνες.
• 16,6 δισ. ευρώ, παρά το γεγονός ότι δεν είναι σε καθυστέρηση, είναι αβέβαιης είσπραξης. Οι τράπεζες έχουν ήδη ρυθμίσει δάνεια 46,7 δισ. ευρώ, αλλά όπως σημειώνεται, το 37,5%, δηλαδή τέσσερα στα δέκα περίπου δάνεια που είχαν διακανονιστεί, υπόκειται ξανά σε ρύθμιση.
«Crash test» με 100.000 δίκες
Tη διετία 2017-2018 αναμένεται να εκδικαστούν περίπου 100.000 υποθέσεις του νόμου Κατσέλη, δοκιμάζοντας τις αντοχές των δικαστηρίων, των οφειλετών, αλλά και των τραπεζών. Πρόκειται για πάνω από τις μισές υποθέσεις που έχουν κατατεθεί και εκκρεμούν στο πλαίσιο του νόμου Κατσέλη, μέσω του οποίου αναμένεται ότι θα ρυθμιστούν δάνεια συνολικού ύψους 18 δισ. ευρώ.
Αυτό υπολογίζεται ότι είναι το ύψος δανείων που αφορούν οι 170.000 αιτήσεις ένταξης στον νόμο και οι οποίες εξαιτίας της πρόσφατης αλλαγής του νόμου, που υποχρεώνει τα ειρηνοδικεία να επισπεύσουν κατά μία τριετία τον χρόνο εκδίκασης των υποθέσεων, θα εκδικαστούν στην πλειονότητά τους εμπροσθοβαρώς.
Η εικόνα που προκύπτει από τις αποφάσεις που εκδίδουν τα δικαστήρια της χώρας και οι οποίες σύμφωνα με τις εκτιμήσεις φθάνουν τις 40.000, περίπου, απέχει από τη γενικευμένη εντύπωση που έχει δημιουργηθεί, ότι ο νόμος Κατσέλη αποτελεί «πλυντήριο» για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά που καταχρηστικά ζητούν τη διευθέτηση των οφειλών τους.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, το ποσοστό εκείνων που επιτυγχάνουν πλήρη άφεση αμαρτιών, δηλαδή πλήρη απαλλαγή από το χρέος τους, είναι μηδαμινό και δεν ξεπερνά το 0,5%. Επίσης ένα σημαντικό ποσοστό αιτήσεων που φθάνει το 30%-35%, δηλαδή μία στις τρεις, απορρίπτεται είτε για λόγους τυπικούς είτε για λόγους ουσίας, δικαιώνοντας δηλαδή την τράπεζα ως προς τις διεκδικήσεις της απέναντι σε δανειολήπτες. Αντίθετα, 60%-65% επιτυγχάνουν διευθέτηση των δανειακών τους υποχρεώσεων ή ανάλογα την προστασία της πρώτης τους κατοικίας, με «κούρεμα» μέρους της οφειλής και ρύθμιση του υπολοίπου σε βάθος χρόνου.
Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2024