Της Σοφίας Καυκοπούλου
Γράφει η Σοφία Καυκοπούλου
Σήμερα εορτάζει ένας μεγάλος Άγιος της Εκκλησίας, ο Γρηγόριος επίσκοπος Νύσσης. Γεννήθηκε στη Νεοκαισάρεια του Πόντου το 332 μ.Χ. ενώ διετέλεσε επίσκοπος στη Νύσσα της Καππαδοκίας από το 372 έως το 376 και από το 378 έως τον θάνατό του. Τιμάται ως άγιος από την Ορθόδοξη Εκκλησία, την Καθολική Εκκλησία, την Ανατολίτικη Ορθοδοξία, τον Λουθηρανισμό και την Αγγλικανική Εκκλησία. Γιος της Αγίας Εμμέλειας, αδελφός του Μ. Βασιλείου και της Αγίας Μαρίνας, είναι ένας από τους τρεις Καππαδόκες Πατέρες (Μ. Βασίλειος, Γρηγόριος Θεολόγος, Γρηγόριος Νύσσης), οι οποίοι με τη θεολογική τους σκέψη άφησαν τη σφραγίδα τους στα θεολογικά γράμματα. Παίρνει την ίδια μόρφωση με τον μεγάλο του αδελφό, ξεχωρίζει δε κι αυτός για την ευφυΐα του, την επιμέλεια του και την φιλοσοφικότατη ιδιοφυΐα του. Νυμφεύεται τη Θεοσέβεια, που γρήγορα φεύγει από τη ζωή και σε ηλικία 40 ετών εκλέγεται επίσκοπος. Οι Αρειανοί, όμως, του έφεραν μεγάλες ενοχλήσεις. Αντιλαμβανόμενοι, ότι στο πρόσωπό του η αίρεσή τους θα είχε σπουδαιότατο πολέμιο, σχεδίασαν να τον εξοντώσουν. Τον κατηγόρησαν λοιπόν, ότι εξελέγη Επίσκοπος αντικανονικά και σφετερίσθηκε χρήματα της Εκκλησίας. Τις κατηγορίες υπέβαλε κάποιος Αρειανός ονόματι Φιλόχαρης, προς τον διοικητή του Πόντου Δημοσθένη. Ο Μέγας Βασίλειος έγραψε επιστολή στο Δημοσθένη και παρακάλεσε να γίνει έλεγχος για να αποδειχθεί η συκοφαντία, και ότι, σε κάθε περίπτωση, δεν είναι σωστό να δικάσει επί της υποθέσεως αυτής σύνοδος Επισκόπων, των οποίων η εκκλησιαστική θέση δεν ήταν σε κανονική τάξη. Η επίκληση του Βασιλείου απέβη άκαρπη. Το 376 μ.Χ. ο Γρηγόριος καθαιρείται ερήμην από σύνοδο Αρειανών Επισκόπων του Πόντου και της Γαλατίας. Ζει εξόριστος έως 378 μ.Χ., όταν πέθανε ο αυτοκράτορας Ουάλης. Ο Γρηγόριος επανήλθε στη Νύσσα, όπου του επιφυλάχθηκε θριαμβευτική υποδοχή. Είχε ενεργό ανάμειξη σε ζητήματα θεολογικά και πολιτικά. Συμμετείχε στη Σύνοδο της Αντιοχείας το 379 που καταδίκασε την αίρεση του Απολλιναρίου. Ο Απολλινάριος, ερμηνεύοντας κατά γράμμα χωρίο της Αγίας Γραφής (κατά Ιωάννη α’ 14), υποστήριζε ότι ο Θεός Λόγος έγινε σάρκα, όχι σάρκα και ψυχή. Αρνήθηκε τον ανθρώπινο νου, την ανθρώπινη ψυχή και θέληση του Ιησού Χριστού ως στοιχεία διασπαστικά της ενότητός Του και αντίθετα προς την τελειότητά Του και αντικατέστησε τα στοιχεία αυτά με τη θεία επενέργεια. Δίδασκε, δηλαδή, στην ουσία, ότι ο Ιησούς Χριστός δεν είναι τέλειος Θεός ούτε τέλειος άνθρωπος. Πολλοί νόμιζαν ότι ο Απολλινάριος δέχθηκε την επίδραση της πλατωνικής και νεοπλατωνικής φιλοσοφίας, αλλά το πιθανότερο είναι, όπως πιστεύει ο Γρηγόριος Νύσσης, ότι αφετηρία στη χριστολογική του διδασκαλία είναι χωρίο επιστολής του Αποστόλου Παύλου (προς Θεσσαλονικείς Α’, ε’ 23). Στη Σύνοδο ο Άγιος ανασκεύασε τις κακοδοξίες του Απολλιναρίου. Επίσης, η Σύνοδος του ανέθεσε αποστολή για την Εκκλησία της Βαβυλωνίας και με την ευκαιρία αυτή επισκέφθηκε και τους Αγίους Τόπους. Συμμετείχε επίσης στη Β’ Οικουμενική το 381 στην Κωνσταντινούπολη, όπου κατατρόπωσε στην κυριολεξία τους πνευματομάχους του Μακεδονίου, ώστε να ονομαστεί «Πατήρ Πατέρων και Νυσσαέων φωστήρ». Ο δε Μέγας Θεοδόσιος τον ονόμασε στύλο της Ορθοδοξίας. Άφησε πλούσιο συγγραφικό έργο, το οποίο περιλαμβάνει ομιλίες με εξηγητικό και δογματικό περιεχόμενο, καθώς και επιτάφιους λόγους. Από ορισμένους ερευνητές, θεωρείται περισσότερο φιλόσοφος παρά θεολόγος, καθώς θεολογεί φιλοσοφώντας. Έχει ειπωθεί ότι «μπόρεσε καλύτερα απ’ όλους να μεταφυτεύσει στο εσωτερικό του χριστιανικού κόσμου την πνευματική κληρονομιά της αρχαίας Ελλάδας», ενώ το γεγονός ότι μίλησε για την αποκατάσταση των πάντων, οδήγησε στον παραγκωνισμό του, καθώς εκείνος που είχε κάνει λόγο για τη θεωρία αυτή ήταν ο αιρετικός Ωριγένης. Ωστόσο ο Γρηγόριος δεν ταυτίζεται με τον Ωριγένη στο θέμα αυτό. Κι ενώ η διεθνής θεολογική πραγματικότητα τον αναγνωρίζει ως έναν εκ των Τριών Ιεραρχών, η ανατολική Εκκλησία προσέθεσε στη θέση του τον Άγιο Ιωάννη Χρυσόστομο, όπως αναφέρει ο Βασιλειος Στεφανίδης στην Εκκλησιαστική του Ιστορία. Ο Γρηγόριος συνέχισε την τριαδολογία και την πνευματολογία του αδελφού του Βασιλείου, όπως και τη χριστολογία του Γρηγορίου Θεολόγου αλλά προχωρώντας αυτές σε εύρος και βάθος. Με τη θεολογία του περί εκπόρευσης του αγίου Πνεύματος, απέκλεισε τη δυτική χρήση του filioque από τη διδασκαλία της ανατολικής Εκκλησίας. Προετοίμασε επίσης, τη θεολογία της “υποστατικής ενώσεως” των δύο φύσεων του Χριστού με τη χρήση των όρων “ἀσυγχύτως”, “ἀτρέπτως”, “ἀδιαιρέτως” οι οποίοι επικυρώθηκαν στην Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο το 451 στη Χαλκηδόνα.
Στα έργα του είναι εμφανείς οι επιρροές του από την πλατωνική, αριστοτελική, στωική και νεοπλατωνική φιλοσοφία. Ο Γρηγόριος Νύσσης έχει ένα λόγο ιδιαίτερο, συχνά δύσκολο και αρκούντως φιλοσοφημένο. Μερικά από τα σημαντικότερα του έργα είναι: Λόγος Κατηχητικός Μέγας, Περί του μη είναι τρεις Θεούς, Περί Ψυχής και Αναστάσεως, Περί Κατασκευής του ανθρώπου, Εις τον βίον Μωυσέως, Εις το Άσμα Ασμάτων, Περί Παρθενίας, Εις τους Αγίους τεσσαράκοντα μάρτυρας κ.τ.λ. Η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος (787 μ.Χ.) τίμησε τον Νύσσης, αποδίδοντας του τον τίτλο «Πατέρα Πατέρων», έναν πράγματι μεγάλο τίτλο που επιβεβαιώνει το θεολογικό ύψος του ιδίου.
Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2024