Μεγάλο το πρόβλημα σε Βρώσθενα, Μέγα Σπήλαιο και Καλάβρυτα
«Κατάστικτα» από ξερά δέντρα είναι από την άνοιξη πολλά δάση στην Κεντρική και Νότια Ελλάδα, με τις περιοχές που προέκυψαν από τεχνητή αναδάσωση να αποδεικνύονται πιο ευάλωτες.
Οι επιστήμονες επισημαίνουν ότι το φαινόμενο δεν είναι πρωτόγνωρο, αλλά πλέον οι συνθήκες είναι διαφορετικές. Οφείλεται στη δραματική και ραγδαία μεταβολή των βιοκλιματικών ζωνών της χώρας, προς το θερμότερο και το ξηρότερο, λόγω της κλιματικής αλλαγής. Η ξήρανση δέντρων καθιστά τα δάση πιο ευπαθή σε προσβολές εντόμων και βέβαια σε δασικές πυρκαγιές. Οι δασικές υπηρεσίες όμως πρέπει να περιμένουν το φθινόπωρο για να δράσουν, προκειμένου να μην επιδεινωθεί το πρόβλημα.
Τα πρώτα SOS
Οι εκτεταμένες, σε κάποιες περιοχές, ξηράνσεις δασικών εκτάσεων άρχισαν να καταγράφονται από την άνοιξη από αρκετά δασαρχεία ανά την Ελλάδα. Οι περισσότερες αναφορές προέρχονται από τις δασικές υπηρεσίες της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδας και αφορούν τη νέκρωση ελάτων. Το υπουργείο Περιβάλλοντος κινητοποίησε τους ερευνητικούς του φορείς, το Ινστιτούτο Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων στην Αθήνα και το Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών στη Θεσσαλονίκη, οι οποίοι πραγματοποίησαν αυτοψίες.
Χαρακτηριστική είναι η αναφορά του διευθυντή του Ινστιτούτου Δασικών Ερευνών Σάββα Καζαντζίδη προς το υπουργείο Περιβάλλοντος. Οπως περιγράφει (σε έγγραφο που εστάλη στα τέλη της άνοιξης), στην περιοχή ευθύνης του δασαρχείου Καλαβρύτων «το πρόβλημα εντοπίζεται τόσο μετά το χωριό Βρώσθενα (Δήμος Διακοπτού) όσο κυρίως στην ευρύτερη περιοχή του Μεγάλου Σπηλαίου αλλά και των Καλαβρύτων, όπου διαπιστώθηκαν νεκρώσεις ελάτης, ειδικά σε θέσεις με έντονες κλίσεις και έντονα βραχώδη εδάφη».
Σε ορισμένες περιπτώσεις οι νεκρώσεις είναι σε μεμονωμένα δέντρα, σε αρκετές όμως έχουν εξαπλωθεί σε μεγάλο βαθμό. Από την εξέταση των προσβεβλημένων ελάτων σε διάφορες θέσεις εντοπίστηκαν πολυάριθμες προνύμφες ξυλοφάγων εντόμων.
Ανάλογη ήταν και η εικόνα σε περιοχές της Λιβαδειάς, όπου διαπιστώθηκαν εκτεταμένες νεκρώσεις ελάτων στην ευρύτερη περιοχή της Ιεράς Μονής Κοιμήσεως Θεοτόκου Ιερουσαλήμ (Δαύλεια), αλλά και σε ελατοδάση της Φθιώτιδας και της Κυνουρίας.
«Το πρόβλημα εντοπίζεται επίσης σε όλα τα πευκοδάση της Αττικής και της Θεσσαλονίκης, ιδίως στις περιοχές που προέρχονται από τεχνητές αναδασώσεις παλαιότερων ετών, γιατί τα εδάφη εκεί είναι υποβαθμισμένα, λ.χ. στο όρος Αιγάλεω», εξηγεί στην "καθημερινή' ο γενικός διευθυντής Δασών και Δασικού Περιβάλλοντος του ΥΠΕΝ Βαγγέλης Γκουντούφας. «Οι δασολόγοι διαπιστώνουν ότι νεκρώνονται τα δέντρα που είναι πιο ασθενικά – γι’ αυτό παρατηρούμε είτε μεμονωμένες ξηράνσεις είτε ομάδες ξεραμένων δέντρων γύρω από τα αρχικά προσβεβλημένο. Κύρια αιτία είναι η ξηροθερμία και η παρατεταμένη ανομβρία και δευτερογενώς η προσβολή από έντομα και μύκητες.
Το φαινόμενο δεν είναι πρωτοφανές – είχαμε εκτεταμένες ξηράνσεις δέντρων κατά τη μεγάλη ξηρασία του 1987. Η διαφορά είναι η έκταση του φαινομένου, που καταγράφεται πλέον έντονα στην Πελοπόννησο, στη Βοιωτία, στη Φωκίδα, στην Ευρυτανία και σε άλλες περιοχές και βέβαια στα χαμηλότερα υψόμετρα (για τα ελατοδάση, κάτω των 900 μέτρων)».
«Υπάρχει μεγάλο θέμα ξήρανσης δέντρων ακόμη και στη Βόρεια Ελλάδα. Για παράδειγμα, έχουν καταγραφεί νεκρώσεις δέντρων στο Φαλακρόν Ορος στη Δράμα», αναφέρει ο Γιάννης Κόκκορης, δασολόγος και επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Αειφορικής Γεωργίας του Πανεπιστημίου Πατρών. «Κατά βάσιν το φαινόμενο παρατηρείται σε δάση ελάτης και πευκοδάση, αλλά και σε άλλα είδη: έχουν πληγεί δάση ολόκληρα από βελανιδιές και οξιές και βέβαια μεικτά δάση. Ενα παράδειγμα που σίγουρα έχουν πολλοί δει είναι οι ξηράνσεις στα δάση κατά μήκος της Εγνατίας Οδού στην Πίνδο».
«Η ξήρανση των δασών μεγάλων υψομέτρων (ελάτη, μαύρη πεύκη κ.λπ.) δεν είναι ένα πρόσφατο φαινόμενο, ούτε κάτι το οποίο δεν είχε προβλεφθεί», λέει ο Παναγιώτης Δημόπουλος, καθηγητής στο τμήμα Βιολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών και πρόεδρος της Ελληνικής Βοτανικής Εταιρείας. «Ξηράνσεις στα δάση ψυχρόβιων κωνοφόρων στην Πελοπόννησο και αλλού έχουν συμβεί πολλές φορές στο παρελθόν, ήδη από τη δεκαετία του ’60. Τα δάση κατάφεραν μέχρι σήμερα να επανέλθουν, τόσο φυσικά, όσο και με τις ενεργές διαχειριστικές παρεμβάσεις της επιχειρησιακά παντοδύναμης κατά το παρελθόν δασικής υπηρεσίας. Παρ’ όλα αυτά, οι ξηράνσεις που καταγράφονται τα τελευταία χρόνια, με αποκορύφωμα τη φετινή χρονιά, όπου ολόκληρα ορεινά μεσογειακά ή ψυχρόβια δάση κωνοφόρων εμφανίζονται σχεδόν πλήρως ξηραμένα, σε διάφορα βουνά της Ελλάδας, είναι απογοητευτικές τόσο ως εικόνα, όσο και γιατί μας κάνουν να αναλογιζόμαστε τους λόγους που φτάσαμε ώς εδώ».
Σύμφωνα με τον κ. Δημόπουλο, οι αιτίες δεν είναι πλέον περιστασιακές. «Η κλιματική αλλαγή είναι παρούσα εδώ και πολλά χρόνια και μάλιστα πολύ καλά τεκμηριωμένη σε σχέση με την πιθανή εξέλιξή της, αλλά και τις επιπτώσεις που έχει στη βλάστηση και γενικά στο περιβάλλον (καλλιέργειες, υδατικούς πόρους, πυρκαγιές). Σε πρόσφατη έρευνα για την Ελλάδα που προέκυψε από τη συνεργασία του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών και του Πανεπιστημίου Πατρών, τεκμηριώνεται η δραματική και ραγδαία μεταβολή των βιοκλιματικών ζωνών της χώρας προς πιο θερμές και ξηρές ζώνες, γεγονός που συνεπάγεται ότι ορισμένα είδη φυτών και τύποι οικοσυστημάτων ήδη δέχονται ανελέητες περιβαλλοντικές πιέσεις, στις οποίες αδυνατούν να προσαρμοστούν, αποτέλεσμα των οποίων είναι σε μεγάλο βαθμό και οι παρατηρούμενες ξηράνσεις».
«Εχει τεκμηριωθεί επιστημονικά ότι το εδαφικό νερό, αυτό που έχει στη διάθεσή του το φυτό, χάνεται πλέον ολοένα και πιο γρήγορα», λέει ο κ. Κόκκορης. «Περαιτέρω η μείωση των χιονοπτώσεων περιορίζει την ταμίευση νερού στον υδροφόρο ορίζοντα, άρα και την παροχή των πηγών. Ολες αυτές οι μεταβολές συμβαίνουν γρήγορα και πολλά δέντρα δεν προλαβαίνουν να προσαρμοστούν».
Πώς εκτιμούν οι επιστήμονες ότι θα εξελιχθεί η κατάσταση; «Για τα ψυχρόβια δάση κωνοφόρων των μέσων και μεγάλων υψομέτρων (κυρίως η ελάτη και η μαύρη πεύκη που καταλαμβάνουν τις εκτενέστερες επιφάνειες) υπάρχουν δύο σενάρια», επισημαίνει ο κ. Δημόπουλος. «Ή θα οδηγηθούν στην ξήρανση (λόγω έλλειψης ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων –βροχή, χιόνι, χαλάζι κ.ά. και κατάλληλων θερμοκρασιών ή/και δευτερογενών προσβολών) και σταδιακά στην αντικατάστασή τους από πιο ανθεκτικά στην ξηρασία και στη θερμοκρασία είδη. Ή θα γίνουν “θύματα” πυρκαγιών (και πιθανότητα μεγα-πυρκαγιών, λόγω της έκτασης, του αναγλύφου και της διαθέσιμης καύσιμης ύλης), με σχεδόν αδύνατη τη φυσική τους αναγέννηση, αφού αποτελούνται από είδη μη προσαρμοσμένα στην πυρκαγιά. Πρόσφατο παράδειγμα η μεγάλη πυρκαγιά στον Φενεό».
Οι επιστήμονες εκτιμούν ότι υπό τις συνθήκες αυτές, η ενίσχυση του ρόλου των δασικών υπηρεσιών είναι κρίσιμη. «Με δεδομένη την εγκατάλειψη της υπαίθρου αλλά και της κτηνοτροφίας, τα δάση μας δεν καθαρίζονται από τα νεκρά δέντρα. Είναι λοιπόν σημαντικό να παρέμβουν οι δασικές υπηρεσίες με επαρκή χρηματοδότηση, εφαρμόζοντας μέτρα διαχείρισης. Βέβαια, οι δασικές υπηρεσίες είναι εδώ και χρόνια αποδυναμωμένες και αυτό επηρεάζει τις δυνατότητες που έχουν για παρέμβαση», εκτιμά ο κ. Κόκκορης.
«Η από επιλογή υποβάθμιση του ρόλου της Δασικής Υπηρεσίας, υπό την πίεση της αναβάθμισης της Πολιτικής Προστασίας και του μοντέλου υπερεξοπλισμού καταστολής πυρκαγιών, δεν αφήνει περιθώριο (σε πόρους και ανθρώπινο δυναμικό) εκπλήρωσης του καθορισμένου από το Σύνταγμα σκοπού της: της ενεργού προστασίας και διαχείρισης των δασών και δασικών εκτάσεων της χώρας», τονίζει ο κ. Δημόπουλος. «Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η σε πολλές περιπτώσεις αδυναμία υλοτόμησης και απομάκρυνσης μέχρι και μερικών ξηρών δέντρων, λόγω έλλειψης άμεσα διαθέσιμων πόρων, ώστε να αποτραπούν οι δευτερογενείς προσβολές από έντομα οι οποίες επεκτείνονται και σε υγιή άτομα και τελικά οδηγούν σε μαζικές ξηράνσεις».
Επεμβάσεις το φθινόπωρο
Από την πλευρά της δασικής υπηρεσίας, ο κ. Γκουντούφας σημειώνει ότι και πόροι και γνώση υπάρχουν – επεμβάσεις όμως δεν μπορούν να γίνουν εν μέσω θέρους. «Πρέπει τα νεκρωμένα δέντρα να απομακρυνθούν ή, αν αυτό δεν είναι εφικτό, να αποφλοιωθούν. Για την Αττική και τη Θεσσαλονίκη, θα γίνει μέσω του Antinero ειδική εργολαβία για να απομακρυνθούν τα ξερά δέντρα. Για τα ελατοδάση στην υπόλοιπη Ελλάδα θα δοθούν πόροι από το Πράσινο Ταμείο, κατόπιν αιτημάτων των κατά τόπους δασικών υπηρεσιών. Οι επεμβάσεις όμως μπορούν να γίνουν μόνο από το φθινόπωρο έως την άνοιξη, περίοδο κατά την οποία τα έντομα ζουν μέσα στον φλοιό των προσβεβλημένων δέντρων σαν νύμφες. Αν το κάνεις τώρα, θα απελευθερώσεις τα έντομα, κάτι που θα προκαλέσει μεγαλύτερη καταστροφή στα όμορα δέντρα».
«Οι ξηράνσεις που βλέπουμε φέτος στα δάση μας είναι ίσως το τελευταίο “καμπανάκι” της φύσης, που μας “ζητάει”, ακόμη μια φορά, απεγνωσμένα δράση, συνεργασία και προσαρμοσμένο τρόπο άσκησης των δραστηριοτήτων μας, σε τοπικό περιφερειακό και πλανητικό επίπεδο», καταλήγει ο κ. Δημόπουλος. «Αλλά το αν θα ακούσουμε αυτό το ξεκάθαρο μήνυμα της φύσης και θα ανταποκριθούμε, είναι πάντα στο χέρι μας».
Πηγή: thebest